- προσβλέπει
- προσβλέπωlook atpres ind mp 2nd sgπροσβλέπωlook atpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εθνικοποίηση — Το σύνολο των μέτρων με τα οποία παραγωγικές επιχειρήσεις ή και ολόκληροι τομείς της οικονομίας περιέρχονται υπό την κυριότητα και τον έλεγχο του κράτους. Ο όρος είναι δημιούργημα της σύγχρονης εποχής και χρησιμοποιείται με πολλές παραπλήσιες… … Dictionary of Greek
ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… … Dictionary of Greek
πανόμματος — ον, ΜΑ (για τον θεό) αυτός που προσβλέπει προς όλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + όμματος (< ὄμμα, ατος), πρβλ. πολυ όμματος] … Dictionary of Greek
τετράπλευρος — η, ο / τετράπλευρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει τέσσερεις πλευρές («τετράπλευρος κίων», Ανθ. Παλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράπλευρο(ν) πολύγωνο που έχει τέσσερεις πλευρές νεοελλ. φρ. α) «πλήρες τετράπλευρο» μαθημ. το σχήμα που ορίζεται από… … Dictionary of Greek
χάσμη — ἡ, Α 1. χασμουρητό 2. αντικείμενο στο οποίο προσβλέπει αυτός που χάσκει, που χαζεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ τού χάσκω* / χαίνω κατάλ. μη (πρβλ. πλήσ μη, χάρ μη)] … Dictionary of Greek